καματώδης

καματώδης
καματώδης
1 fatiguing

καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει N. 3.17

ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καματώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) καματώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) καματώδης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματώδης — (I) καματώδης, ῶδες (Μ) υπερβολικά ζεστός, καυτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση τού συμφων. συμπλέγμ. vm σε m ]. (II) καματώδης, ες (Α) επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ. β.… …   Dictionary of Greek

  • καματωδέστερον — καματώδης adverbial comp καματώδης masc acc comp sg καματώδης neut nom/voc/acc comp sg καματωδής adverbial comp καματωδής masc acc comp sg καματωδής neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματώδει — καματώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) καματώδης masc/fem/neut dat sg καματώδεϊ , καματώδης dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματωδέστερα — καματώδης neut nom/voc/acc comp pl καματωδής neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματωδέων — καματώδης masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) καματωδής masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματώδεα — καματώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) καματώδης masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματώδεις — καματώδης masc/fem acc pl καματώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματώδεες — καματώδης masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματώδεος — καματώδης masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματώδους — καματώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”